- αρύς
- ιά, ύ редкий; неплотный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρύς — ιά, ύ ο αραιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. < θηλ. αραιά του επιθ. αραιός κατά το αντίστροφο σχήμα: βαριά βαρύς, παχιά παχύς κ.λπ.] … Dictionary of Greek
αρύς, -ιά, -ύ — βλ. αραιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αραιός, -ή, -ό — και αριός, ά, ό και αρύς, ιά, ύ επίρρ. αιά και ιά 1. ανάριος, όχι πυκνός, αγανός: Τα δέντρα τα φύτεψες πολύ αραιά. 2. αυτός που παρουσιάζει κενά κατά διαστήματα τοπικά ή χρονικά: Αριά και πού έρχεται και τον βλέπουμε. 3. νερουλός, όχι πηχτός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)